- εξαύω
- (I)ἐξαύω (Α) [αύω]βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.————————(II)ἐξαύω (Α) [αύω]θερμαίνω.————————(III)ἐξαύω (Α) [αὔω]ξεφωνίζω, κραυγάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαῦσαι — ἐξαύω 3 cry out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαύσατο — ἐξᾱύ̱σατο , ἐξαύω 3 cry out aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἐξαύ̱σατο , ἐξαύω 3 cry out aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… … Dictionary of Greek
εξαυστήρ — ἐξαυστήρ, ο (Α) [εξαύω (I)] μεγάλο πιρούνι για να βγάζουν το κρέας από το τσουκάλι … Dictionary of Greek
ἐξαύσας — ἐξαύ̱σᾱς , ἐξαύω 3 cry out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξαύσᾱς , ἐξαυσάω suffer from drought imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαύσασα — ἐξαύ̱σᾱσα , ἐξαύω 3 cry out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξαύσᾱσα , ἐξαυσάω suffer from drought aor ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
aus- (*heuks) — aus (*heuks) English meaning: to draw (water), ladle, *shed blood Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen” Root aus : “to draw (water), ladle” derived from the stem: au̯/е/ , aue̯ nt : of Root au(̯ e) 9, au̯ed , au̯er : “to flow, to wet;… … Proto-Indo-European etymological dictionary